απονήρευτος

απονήρευτος
-η, -ο (Μ ἀπονήρευτος, -ον)
άδολος, άκακος
νεοελλ.
απλοϊκός, αφελής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απονήρευτος — η, ο επίρρ. α αθώος, άκακος: Ήταν άνθρωπος ειλικρινής και απονήρευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… …   Dictionary of Greek

  • αγαθιάρης — ιάρα, ιάρικο [αγαθός] 1. ο υπερβολικά, μέχρι ανοησίας, καλός 2. εύπιστος 3. απονήρευτος …   Dictionary of Greek

  • αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) …   Dictionary of Greek

  • αδιαβόλευτος — η, ο [διαβολεύω] αυτός που δεν ξέρει ακόμη από διαβολιές, απονήρευτος, αγαθός …   Dictionary of Greek

  • αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αμάθητος — η, ο (AM ἀμάθητος, ον) αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τόν μελέτησε κανείς 2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος 3. απονήρευτος, αγνός 4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανεξύπνητος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να ξυπνήσει, που δεν έχει ξυπνημό («ύπνος ανεξύπνητος», ο θάνατος) 2. απονήρευτος, άμαθος, αδαής …   Dictionary of Greek

  • ανυποψίαστος — η, ο αυτός που δεν έχει ή που δεν του γεννήθηκαν υποψίες για κάποιον, απονήρευτος για κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”